Σελίδες

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Γέρων Αβέρκιος Καρεώτης (1872-1943)

Μοναχού Παισίου Καρεώτου - Κελλίον Αρχαγγέλων - Αβερκαίων

Συνέχεια από το ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ


...Ο Γ. Νεόφυτος απεβίωσε στίς 9 Ιανουαρίου 1923, σε ηλικία 75 ετών, εις το νέο πλέον Κελλίον της συνοδείας των Άβερκαίων, αφή­νοντας ως διάδοχο καί κληρονόμο τον μοναχό Άβέρκιο με πενταμελή αδελφότητα. Ήδη, όμως ο π.Αβέρκιος Σιερέτης είχε ενεργό συμμετο­χή στα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, ως ιδρυτικού μέλους της Ελληνικής Κελλιωτικής Άδελφότητος. Όταν εξερράγη ο Βαλκανι­κός πόλεμος το 1912, το αίσθημα των Ελλήνων μοναχών είχε κορυ­φωθεί. Η κελλιωτική αδελφότητα είχε αφειδώς προσφέρει χρήματα για τίς ανάγκες των δεινοπαθούντων Ελλήνων στη Βουλγαρία, καθώς καί στους μακεδονικούς συλλόγους καί στα αντάρτικα σώμα­τα. Καί πάλι έκανε έρανο μεταξύ όλων των Ελλήνων Κελλιωτών. «Εξέλεξεν αμέσως η Ελληνική Κελλιωτική αδελφότης τους Κελλιώτας Θεοδόσιον του Ιβηριτικού Κελλίου Αγία Άννα καί τον Άβέρκιον του Χιλανδαρινού Άγιοι Αρχάγγελοι, οίτινες μη φεισθέντες κόπους, συνοίθρησαν από τους κελλιώτας 420 λίρας χρυσάς... και εκόμισαν ταύτας εις Αθήνας προς τον πρωθυπουργόν κ. Ε. Βενιζέλον, έχοντες αποστολήν ίνα λάβωσι μέρος καί εις την κηδείαν του δολοφονηθέντος Βασιλέως Γεωργίου του Α'. Μεγάλην ευχαρίστησιν προυξένησεν η παρουσίασις των ανωτέρω προς τον κυρ. Βενιζέλον, ουχί τόσον δια τάς κομισθείσας λίρας, όσον δια τάς πληροφορίας, αίτινες εδόθη­σαν αυτώ εκ μέρους των ως άνω αδελφών».

Μαζί με τον ελληνικό στρατό, που κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, ακολούθησε καί ό βουλγαρικός, για να φανεί καί αυτός. Έφθασαν τότε στο Άγιον Όρος περί τους εβδομήντα επίλεκτους Βουλγάρους στρατιώτας με ένα λοχαγό, τους οποίους υπεδέχθη η Βουλγαρική μονή του Ζωγράφου. Σέ λίγες ημέρες έφθασαν στίς Καρυές, επιδεικτικώς, ψάλλοντας εθνικούς βουλγαρικούς ύμνους καί ξαναγύρισαν στη Ζωγράφου, προετοιμαζόμενοι για τη γενική επίθεση του 1913. Ή ελληνική κυβέρνηση ειδοποίησε τον αστυνόμο στίς Καρυές Βεργογιαννόπουλο εκ Σπάρτης, για τίς κινήσεις αυτές. Ό αστυνόμος τότε, μη έχοντας μεγάλη δύναμη ανδρών, παρά μόνον 2 με 3 άνδρες, εκάλεσε τον π. Άβέρκιο για να τον συμβουλευθεί. Ό Γ. Άβέρκιος ζήτησε καί έλαβε την αδεία, καί μάζεψε την ίδια ήμερα εκατό περίπου κελλιώτας, έχοντας ως βοηθό τον μοναχό Γρηγόριο, κελλιώτη της Ί. Μ. Γρηγορίου. Σέ δυο μέρες οι κελλιώτες έγιναν διακόσιοι και μαζί με εκατό λαϊκούς, οπλισμένοι καί με παράταξη, έχοντας επικεφαλής τον αστυνόμο, έφθασαν στη Ζωγράφου καί την πολιόρκησαν. Στή μονή είχαν κλεισθεί οι 70 στρατιώτες, όλοι οι εργάτες καί οι μοναχοί, έχο­ντας ως εφόδια τετρακόσια σακκιά αλεύρι μαζί με αλλά τρόφιμα. «Τον Ιερόν Λόχον όστις απηρτίζετο από Γέροντας μοναχούς καί υποτακτικούς, από Ιερείς καί ιεροδιακόνους, φέροντες ταινίας ελληνικάς επί της κεφαλής καί των χειρών, καί το όπλον κατέχοντες έπ' ώμου, προεπέμφθησαν εκ Καρυών δακρυρροούντες εκ συγκινήσεως με ευχάς των πλείστων μοναχών του Αγίου Όρους, οίτινες είχαν συγκεντρωθεί εις Καρυάς, απούσης της Ί. Κοινότητος».. Στή μονή Ζωγράφου ήσαν ελάχιστοι εθνοφρουροί Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι με την εμφάνιση του ιερού Λόχου πήραν θάρ­ρος, οι εντός όμως της μονής κλεισθέντες, τρομοκρατήθηκαν.

Αμέσως μόλις πολιόρκησαν τη μονή έκοψαν το νερό καί άρχισαν τίς συνενοήσεις περί παραδόσεως. Ό αξιωματικός Βούλγαρος αρνιό­ταν, περιμένοντας διαταγές καί βοήθεια από τη Βουλγαρία. Τότε του έδωσαν τελεσίγραφο, ή παραδίνεται, ή καίνε τη μονή. Ευδόκησε τότε να παραδοθεί ό βουλγαρικός στρατός στους εθνοφρουρούς καί όχι στον Ιερό Λόχο, παραδίνοντας 300 όπλα καί 10.000 φυσίγγια. Βέ­βαια, το σχέδιο του ιερού Λόχου ήταν η τέλεια κατάληψη της μονής καί ο εξελληνισμός της, αλλά ο αστυνόμος Βεργογιαννόπουλος υπέ­γραψε υπόσχεση να μη καταλλάβει τη μονή ο ιερός Λόχος. Ενοχλη­μένη ή Ελληνική Κελλιωτική Αδελφότης από αυτό, εξέλεξε καί απέ­στειλε τον Γ. Άβέρκιο στη Θεσσαλονίκη για να εκθέσει τα γεγονότα στις αρμόδιες αρχές καί όπως λάβει διαταγή για την ανακατάληψη της μονής Ζωγράφου. Οι αρμόδιοι, για λόγους κυβερνητικούς, συνεβούλευσαν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Έτσι, ό Ιερός Λόχος επέστρεψε με τη λεία των οπλών στίς Καρυές, οπού έγινε δεκτός με ακράτητο ενθουσιασμό καί επευφημίες.

Για λίγο καιρό επεκράτησε στο Άγιον Όρος ηρεμία. Στή συνέχεια έγινε η έναρξη του πρώτου πανευρωπαϊκού πολέμου. ΟΙ σύμμαχοι τότε έκαναν αποκλεισμό στην Ελλάδα και ή πείνα άρχισε να γίνεται ολοφάνερη στο Άγιον Όρος, κυρίως στους κελλιώτες καί σκητιώτες, διότι οι περισσότερες μονές είχαν τα μετόχια τους. Τότε η επιτροπή της Κελλιωτικής αδελφότητας, βλέποντας την κατάσταση, εξέλεξαν τον μοναχό Χρυσόστομο Λαυριοκελλιώτη και τον μοναχό Άβέρκιο, τους οποίους καί εφοδίασαν με χρήματα καί πιστοποιητικά της δελφότητος, επικυρωμένα από την αστυνομία, καί τους έστειλε στην Αθήνα, για να επιτύχουν αγορά σίτου για το Άγιον Όρος.

Ό αποκλεισμός ήταν στενός καί υπήρχε μεγάλη έλλειψη σίτου. Οι σύμμαχοι επέτρεπαν μόνον ένα ατμόπλοιο να εκφορτώνει για ολό­κληρη την Ελλάδα. Μέσω της κυβερνήσεως Γούναρη, οΐ δυο μοναχοί δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν την προμήθεια. Βρήκαν μετά καί παρεκάλεσαν τον Έ. Βενιζέλο, ό όποιος δια προσωπικής του ενεργεί­ας προς τους πρεσβευτάς Αγγλίας καί Γαλλίας, επέτυχε να προμηθευ­θούν 160.000 οκάδες, ειδικά για το Άγιον Όρος. Αργότερα διηγείτο ό Γ. Αβέρκιος, ότι από τη μία είχαν χαρά μεγάλη για την ευλογία αυτή της Παναγίας, από την άλλη όμως είχαν τη δυσκολία, που να βρουν άμεσα τόσα σακκιά, για να τοποθετήσουν τόσο όγκο σίτου.

«Περπατούσα στους δρόμους του Πειραιά στενοχωρημένος καί κάνοντας κομβοσχοίνι στους Αρχαγγέλους, να μου λύσουν αυτή την δυσκολία καί να βρεθούν τα σακκιά που χρειάζονταν. Κάθισα σ' ένα παγκάκι μιας πλατείας ευχόμενος. Με πλησιάζει ένα μικρό παιδί καί μου λέει: - Παππούλη, φαίνεσαι στεναχωρημένος. Του εξηγώ τότε την υπόθεση, ότι μη γνωρίζοντας τον Πειραιά, δεν ήξερα που να αποτανθώ, καί όσους ρώτησα δεν ήξεραν. - Μη στενοχωριέσαι, μου λέει, καί μου έδειξε ένα μαγαζί ακριβώς απέναντι. - Εκεί θα βρεις όσα σακκιά θέλεις. Καί με τον λόγο του αυτό έγινε άφαντο από μπροστά μου το μικρό παιδί. Πράγματι, όχι μόνον βρήκα όσα σακκιά ήθελα, αλλά μας τα έδωσαν καί ευλογία».

Έλαβαν το σιτάρι, αλλά μέχρι να έρθουν στο λιμάνι της Δάφνης, υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες καί επιθέσεις από τον γερμανικό στρατό. Δια θαύματος εσώθηκαν από βέβαιο θάνατο, από τίς τορπιλλήσεις των γερμανικών αεροπλάνων στην Καβάλα. Τελικά επέστρε­ψαν με αυτόν τον θυσαυρό. Ή Κελλιωτική αδελφότης διένειμε το σιτάρι καί εσώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι από την πείνα.

Συνέχισε επί σειράν ετών να διακονεί την Ελληνική Κελλιωτική Αδελφότητα ως γραμματέας. Μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτου και τη διάλυση της αδελφότητας, δεν έπαυσε να ενδιαφέρε­ται για τα κοινά καί τη διατήρηση της αγιορείτικης παραδόσεως, όσον άφορα τους κανονισμούς αλλά καί την πνευματική ζωή. Σώζονται αρκετά περιστατικά που αναδεικνύουν την πνευματική αρχο­ντιά που τον κατείχε. Στήν κοινωνία των Καρυών ήταν σεβάσμιος. Πρόσωπο άκρας εμπιστοσύνης. Μία χρονιά, τον παρεκάλεσαν λόγω δυσκολιών περί τα διακονήματα του Πρωτάτου, να αναλάβει τυπικάρης καί η συνοδεία του, ο π. Γεώργιος, ως εφημέριος. Ανέλαβε τη διακονία καί όταν τελείωσε ή χρονιά, τα χρήματα των μισθών τους δεν θέλησε να τα οικειοποιηθεί, καθώς εδικαιούτο, αλλά έφτιαξε ένα ασημένιο Ευαγγέλιο καί το εδώρησε στο Πρωτάτο, για να στολίζει μέχρι καί σήμερα την αγία του Τράπεζα.

.

Με τα Καυσοκαλύβια είχε αγαθές σχέσεις, καί οι πατέρες του έφερναν τα εργόχειρα τους, για να τα διαθέτει στο μαγαζί που είχε, το επιλεγόμενο «κομβολογάδικο». Μία φορά, σε ένα καλύβι των Καυσοκαλυβίων, έπεσε ένας επικρεμάμενος βράχος καί κατέστρεψε το οίκημα, ευτυχώς χωρίς θύματα. Οι πατέρες ζούσαν με το εργόχειρο τους καί δεν είχαν τη δυνατότητα ανακατασκευής. Το άκουσε αυτό ό Γ. Άβέρκιος, τους κάλεσε καί τους πρότεινε, να τους δανείσει το απαιτούμενο ποσόν, καί από τα εργόχειρα που του έφερναν, να κρα­τάει το μισό ποσόν, για την εξόφληση, καί το υπόλοιπο να το έχουν να συντηρούνται. Οί πατέρες χάρηκαν καί συμφώνησαν.

Με τέτοιες αγαθοεργίες ήταν γεμάτη η οσιακή ζωή του καί άφησε αγαθή μνήμη στη μικρή κοινωνία των Καρυών. Γαλουχημένος με τα παραδείγματα των Γερόντων του, Κοσμά ιερομόναχου καί Αβερκίου μοναχού, oι οποίοι ακολουθούσαν την παράδοση καί την ασκητικότητα του Χατζηγεώργη, παρέδωσε στην εξαμελή πλέον συνοδεία του, αυτό το αγωνιστικό πνεύμα. Ή εσωτερική ζωή του Κελλίου περι­στρεφόταν γύρω από τον άξονα, ακολουθία-εργασία-προσευχή προ­σωπική. Απαγορευόταν οι άκαιρες επισκέψεις σε άλλα Κελλιά, ή κάθοδος στην αγορά των Καρυών καί οι αργές συντυχίες. Στήν ακολουθία απαιτούσε προσοχή. Το κομβοσχοίνι στο χέρι καί κάθε λέξη του διαβαστή να ακούγεται ευκρινώς. Συνήθιζε να λέει ότι κάθε λέξη της ακολουθίας, έχει τη δική της γεύση, που πρέπει να τη γευθείς καί τότε ή ακολουθία γίνεται πανηγυρική τράπεζα, τροφή ψυχής. Τόνιζε συνεχώς ότι ή χάρις του Θεού έρχεται καί σκηνώνει στην ακρίβεια της μοναχικής ζωής καί όχι στη χαλαρότητα.

Ό υποτακτικός του ιερομόναχος Γαβριήλ, έλεγε χαρακτηριστικά ότι ήταν ταυτόχρονα καί αυστηρός, αλλά καί μάνα που σε παρηγο­ρούσε στίς δυσκολίες της μοναχικής ζωής. θυμόταν, μία φορά, πού στον κήπο του Κελλίου, στην αχλαδιά, είχε βγει μόνο ένα αχλάδι, αλλά μεγά­λο καί ωραιότατο. Το είδε ό π. Γαβριήλ, το έκοψε καί το πρόσφερε στον Γ. Άβέρκιο με χαρά για να το γευθεί. Αυτός του είπε να το πάει στο Κελλί το δικό του. Πέρασαν μερικές ημέρες καί την επόμενη Κυριακή, σε σύναξη της αδελφότητας, τον έστειλε να το φέρει καί το μοίρασε δίκαια σε όλους. Συνήθιζε τίς Κυριακές τα πρωινά να κάνει σύναξη καί να μελετούν όλοι μαζί ή το Ευαγγέλιο, ή ένα πατερικό βιβλίο.

Μεγάλη ανάπαυση, του είχε δώσει ο υποτακτικός του μοναχός Κοσμάς, για την άκρα καί άδολη υπακοή του. Ο επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, έλεγε για τον π. Κοσμά, πού τον γνώρισε, ότι ήταν κανών υπακοής. Ό π. Κοσμάς, ως λαϊκός είχε έρθει στο Άγιον Όρος καί πήγε στο κατάστημα του π. Άβερκίου για να ψωνίσει. Πήρε αυτά πού ήθελε καί πάει στον π. Άβέρκιο, του ανοίγει το χέρι με τα χρήματα του, καί του λέει με μεγάλη απλότητα. - Αυτά είναι τα χρήματα πού έχω, κράτησε ό,τι ψώνισα καί δός μου τα ρέστα, μχ5νον μη με γελάσεις. Θαύμασε ό π. Άβέρκιος, το άδολο καί τον ρωτά, για ποιο λόγο ήρθε στο Άγιον Όρος. Εκείνος του απάντησε ότι ήρθε για να γίνει μοναχός. Τότε ό π. Άβέρκιος, βλέποντας τον καί εκτιμώντας την απλότητα του, του λέει, κάθησε εδώ καί θα σε κάνω εγώ μοναχό. Πράγματι, δεν έλάθεψε ό π. Άβέρκιος, γιατί ο π. Κοσμάς πρόκοψε στη μοναχική ζωή καί στην προθυμία της υπακοής. Στήν τελευταία ασθένεια του π. Άβερκίου, λίγο πριν το τέλος του, πού χρειάσθηκε γάλα, καί δεν βρέθηκε στίς Καρυές, πρόθυμα ό π. Κοσμάς, παρόλο το χιόνι, πήγε με τα πόδια μέχρι την Ιερισσό, για να φέρει στον Γέροντα του. Στίς δε τελευταίες του στιγμές, ό π. Άβέρκιος κάλεσε την αδελφό­τητα καί ενώπιον όλων, τον ασπάσθηκε καί του λέει: «Ευαρέστησες την ψυχήν μου, όσο κανείς άλλος».

Στόν δεύτερο Ευρωπαϊκό πόλεμο έκλεισε το μαγαζί και αναγκά­σθηκε, μαζί με την συνοδεία του Γέροντα Παϊσίου από το Άγιοπαυλίτικο Κελλί της Υπαπαντής, να πάρουν ενοίκιο ένα μεγάλο μέρος του ελαιώνος της Ί. Μ. Ξενοφώντος. Από τη σοδειά του έλαιώνος, εκτός του μεριδίου της μονής, το κάθε Κελλί μάζεψε αρκετό λάδι, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στίς δυσκολίες του πολέμου.

Στίς σημειώσεις του καταλείγει με την εξής παράγραφο:

«Τα ανωτέρω γράφω τη 31η Δεκεμβρίου παραμονήν δηλ. του 1943. Τα γράφω όμως με τρέμουσαν χείραν διότι η ανωτέρω συνοδεία μου ευρίσκεται συνεχίζουσα το έργον της εν τη Ιερά Μονή Ξενοφώντος καίτοι ευρίσκεται εις το τέρμα της η εργασία. Γράφω λέγω με τρέμου­σαν χείρα διότι επί 3 ημέρες ρίπτει ο Θεός χιόνα ακατάπαυστον καί οι δρόμοι καί οι συγκοινωνίες εκόπησαν. Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τάς επισήμους αυτάς εορτάς η συνοδεία μου ευρίσκεται μακράν του οίκου της, μακράν έμοϋ, μακράν της ησυχίας των, καί ούτως εχόντων των πραγμάτων δικαίως τρέμει η χείρ μου, μήπως πάθη τις εκ της συνοδείας μου εκεί, κι εγώ ενταύθα ως γέρων φιλάσθενος μετά του ετέρου φιλά­σθενου υποτακτικού μου Νεοφύτου. Πλην εύχομαι δι αμφότερα τα μέρη, ίνα ο Θεός δια της Θεοτόκου καί των προστατών μας Αγίων Αρχαγγέλων καί Αγίου Γεωργίου, διαφυλάξει ημάς καί το ταχύτερον γίνη η αγαθή καί συνεχής συνάντησις. Γένοιτο».

Ό Γέρων Άβέρκιος εκοιμήθη το 1943. Αιωνία του η μνήμη.